αδημοσίευτος

αδημοσίευτος
-η, -ο (AM ἀδημοσίευτος, -ον) [δημοσιεύω]
αυτός που δεν δημοσιεύθηκε ή δεν μπορεί να δημοσιευθεί, ανέκδοτος, ατύπωτος
αρχ.
μυστικός, κρυφός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδημοσίευτος — η, ο 1. αυτός που δε δημοσιεύτηκε, ανέκδοτος: Το κείμενο αυτό έμενε για χρόνια αδημοσίευτο. 2. αυτός που δεν είναι δυνατό να δημοσιευτεί: Ένα τέτοιο έργο είναι αδημοσίευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ανεκτύπωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη εκτυπωθεί, αδημοσίευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκτυπώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ατύπωτος — η, ο (Α ἀτύπωτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τυπωθεί 2. αδημοσίευτος, ανέκδοτος αρχ. ασχημάτιστος …   Dictionary of Greek

  • αδιακοίνωτος — η, ο αδημοσίευτος, ακοινοποίητος: Η κυβερνητική διαμαρτυρία μένει ακόμη αδιακοίνωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεκτύπωτος — η, ο αυτός που δεν έχει εκτυπωθεί, αδημοσίευτος: Η μελέτη μου αυτή είναι ακόμη ανεκτύπωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”